ράτζο

ράτζο
el catre

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ράτζο — το, Ν βλ. ράντζο (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ράντζο — (I) και ράτζο, το, και ράτζος, ο, Ν πτυσσόμενο, φορητό κρεββάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho]. (II) και ράτζο και ράντσο, το, Ν αγρόκτημα με αγροτική κατοικία στην Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho «μικρή φάρμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”